- αγελικός
- ἀγελικός -ή, -όν (Α) [ὰγέλη]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγέλη, ο αγελαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγελικά — ἀγελικός of the flock neut nom/voc/acc pl ἀγελικά̱ , ἀγελικός of the flock fem nom/voc/acc dual ἀγελικά̱ , ἀγελικός of the flock fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελικῆς — ἀγελικός of the flock fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԺՈՂՈՎ — ( ) NBH 2 0264 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 13c ա.մ. ἁγελικός gregalis եւ πανδημοί catervim. Ի մի ժողովեալ. համախմբեալ. համագունդ. միաբան. *Ի մի վայր միաժողով են: Միաժողով եղեն ամենայն ազգք եւ ազինք յոյժ. ՟Ա. Մակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)